- θέωσι
- θέωdhávatepres subj act 3rd pl (epic doric ionic aeolic)θέωσιςmaking divinefem voc sgτίθημιpaor subj act 3rd pl (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θέωσ' — θέωσι , θέω dhávate pres subj act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) θέωσι , θέωσις making divine fem voc sg θέωσι , τίθημι p aor subj act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιβάδα — η / στιβάς, άδος, ΝΑ νεοελλ. 1. σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συναποτελούν συμπυκνωμένο στρώμα (α. «στιβάδα χιονιού» β. «στιβάδα κυττάρων») 2. ανατ. ιστός συνυφασμένος από διάφορα οργανικά στοιχεία, που αποτελεί ενιαίο στρώμα (α. «κοκκώδης… … Dictionary of Greek